- αλεξητήριος
- ία , ον предохранительный;
αλεξητήριον φάρμακον — противоядие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεξητήριον φάρμακον — противоядие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek
ἀλεξητήριος — able to keep off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίων — ἀλεξητήριος able to keep off fem gen pl ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίοις — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίου — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίους — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίῳ — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήρια — ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριοι — ἀλεξητήριος able to keep off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek